- ἰδιοπροσώπως
- ἰδιοπρόσωποςadverbialἰδιοπρόσωποςmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιδιοπρόσωπος — ιδιοπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει ιδιαίτερη έκφραση στην όψη. επίρρ... ἰδιοπροσώπως (Μ) προσωπικά, ατομικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αντι πρόσωπος, πολυ πρόσωπος] … Dictionary of Greek